- σιούτος
- ούτα, ο безрогий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιούτος — και σούτος, η, ο, Ν (για ζώο) 1. αυτός που δεν έχει κέρατα 2. παροιμ. «η σιούτα γίδα βάνει κέρατα τ αφεντικού της» αυτός που υποκρίνεται τον ήσυχο και τον ταπεινό εξαπατά εύκολα ακόμη και εκείνους που είναι ανώτεροι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν.… … Dictionary of Greek
σιούτος — α, ο αυτός που δεν έχει κέρατα: Έχει μια σιούτα γίδα στο κοπάδι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σούτος — η, ο, Ν βλ. σιούτος … Dictionary of Greek